θαλεα

θαλεα
    θάλεα
    (θᾰ) τά (только в gen. pl. θαλέων) жизнерадостность, веселье
    

θαλέων ἐμπλησάμενος κῆρ Hom. — с сердцем, исполненным радости


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "θαλεα" в других словарях:

  • θάλεα — θάλεα, τὰ (Α) ευφροσύνη, ευθυμία («Άστυάναξ... θαλέων ἐμπλησάμενος κῆρ», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πληθ. τού θάλος, τα] …   Dictionary of Greek

  • θάλεα — good cheer neut nom/voc/acc pl θάλος scion neut nom/voc/acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θάλεα — Θάλης masc acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θαλέας — Θαλέᾱς , Θαλῆς masc nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλέων — θάλεα good cheer neut gen pl θάλλω sprout fut part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) θάλος scion neut gen pl (epic doric ionic aeolic) θᾱλέων , θαλέω pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) θᾱλέων , θηλέω to be full of pres… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θάλλω — Αρχαιοελληνική θεότητα. Ήταν μία από τις τρεις Ώρες, που ταυτιζόταν συμβολικά με την ανοιξιάτικη βλάστηση. Στο όνομά της ορκίζονταν οι έφηβοι της αρχαίας Αθήνας. * * * (AM θάλλω) 1. βλαστάνω, ανθώ, ευδοκιμώ (α. «σε κάθε μόσχο, κάθε ανθό που… …   Dictionary of Greek

  • σάλεα — τά, Α (λακων. τ.) η θάλεα* …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»